- φειδιακός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Φειδία (τον ξακουστό γλύπτη της αρχαίας Ελλάδας): Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς ήταν φειδιακό δημιούργημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.